- προσέθλιψεν
- προσέθλῑψεν , πρόσ-θλίβωsqueezeaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσθλίβω — Α πιέζω, ζουλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο (α. «προσέθλιψεν ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῑχον», ΠΔ β. «προσεθλίβετο πᾱς ὁ μικρομερὴς σχηματισμός», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θλίβω «πιέζω»] … Dictionary of Greek